ἰλυώδους

ἰλυώδους
ἰλυώδους
ἰλυώδης
muddy: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰλυώδους — ἰλυώδης muddy masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σλίκ(κ)ε — το, Ν ωκεαν. τμήμα ιλυώδους πεδίου που βρίσκεται πάνω από τη μέση στάθμη τής επιφάνειας τής θάλασσας και το οποίο δεν καλύπτεται από βλάστηση, αλλά κατακλύζεται από νερό σε κάθε παλιρροϊκό κύκλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”